Σημειώνει ο Μιχαήλ:
Τὸ γεγονὸς
πώς, ἐπειδὴ πλεόν ἦταν χριστιανοὶ οἱ Ἕλληνες δὲν συμμετεῖχαν σὲ διονυσιακὰ
ὄργια καὶ δὲν χόρευαν σὲ ἔξαλλες γιορτὲς τοῦ Πάνα, ἂν καὶ κάπου-κάπου κρυφὰ
συνέβαιναν ἀπὸ ὁρισμένους καὶ τέτοια, δὲν σημαίνει πὼς ἔχασαν καὶ τὴν
λογοτεχνικὴ καὶ ποιητικὴ δεινότητα τῶν ἀρχαίων προγόνων. Καὶ δὲν τὴν ἔχασαν,
ἐπειδὴ
ποτὲ δὲν ἔπαψαν νὰ μελετοῦν τὰ ἔργα τῶν σοφῶν τῆς ἀρχαιότητας. Μέσα στοὺς ἱεροὺς ναοὺς πλέον ἔψαλλαν ἄσματα συνθεμένα μὲ τὴν ἴδια λογοτεχνικὴ ποιότητα καὶ κυρίως μὲ τὴν ἴδια γλώσσα, ὅπως παλιότερα συνέβαινε μὲ τὰ ἄσματα ποὺ ἔψελναν στοὺς ἀρχαίους «θεούς».
Στὴν
συνέχεια ἀναφέρεται στὸν ἅγιο Εὐστάθιο Θεσσαλονίκης (c.1115-1195), τὸν σπουδαιότερο Ὁμηριστὴ τοῦ Μεσαίωνα
καὶ τὸ ἔργο του Παρεκβολὲς εἰς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα καὶ Ὀδύσσειαν[1].
Μὲ παραδείγματα ἀπὸ τὸ ἔργο του συνδυασμένα μὲ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸν Ἰσοκράτη
καταδεικνύει τὴν συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς καὶ τὸ ἀνυπόστατο τῶν ἰσχυρισμῶν τῶν
ἀνθελλήνων. Τὰ ἴδια προκύπτουν καὶ ἂν ἐξεταστοῦν τὰ κείμενα τοῦ Ἀριστοτέλη, τοῦ
Ξενοφώντα ἢ τοῦ Πλάτωνα. Ὅπως σημειώνει χαρακτηριστικὰ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει
καὶ ἀλλιῶς, ἐφόσον οἱ πρὸ Χριστοῦ Ἕλληνες ὑπῆρξαν πρόγονοι τῶν Χριστιανῶν
Ἑλλήνων[2].
ποτὲ δὲν ἔπαψαν νὰ μελετοῦν τὰ ἔργα τῶν σοφῶν τῆς ἀρχαιότητας. Μέσα στοὺς ἱεροὺς ναοὺς πλέον ἔψαλλαν ἄσματα συνθεμένα μὲ τὴν ἴδια λογοτεχνικὴ ποιότητα καὶ κυρίως μὲ τὴν ἴδια γλώσσα, ὅπως παλιότερα συνέβαινε μὲ τὰ ἄσματα ποὺ ἔψελναν στοὺς ἀρχαίους «θεούς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου